- εκβιαστικός
- η , ό[ν]1) вымогательский; шантажирующий;
εκβιαστική επιστολή — письмо с целью шантажа;
2) принудительный, насильственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβιαστική επιστολή — письмо с целью шантажа;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβιαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα») … Dictionary of Greek
εκβιαστικός — ή, ό επίρρ. ά που αποβλέπει ή γίνεται για εκβιασμό: Εκβιαστική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που καταναγκάζει, εκβιαστικός, υποχρεωτικός: Τον τιμώρησαν σε καταναγκαστικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)